- ζυγοκέφαλον
- ζυγοκέφαλον, τό (Α)έγγειος φόρος που δινόταν σε χρήμα ή είδος ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + -κεφαλον (< κεφαλή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγοκεφάλων — ζυγοκέφαλον tax on land at so much a jugum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek